ειδέχθεια

ειδέχθεια
η омерзение, отвращение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ειδέχθεια" в других словарях:

  • εἰδεχθείᾳ — εἰδεχθείᾱͅ , εἰδέχθεια odious fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδέχθεια — εἰδέχθεια, η (Α) [ειδεχθής] αποκρουστική όψη …   Dictionary of Greek

  • εἰδέχθεια — odious fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδεχθείας — εἰδεχθείᾱς , εἰδέχθεια odious fem acc pl εἰδεχθείᾱς , εἰδέχθεια odious fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδέχθειαν — εἰδέχθεια odious fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»